- κοκκίζω
- και κουκκίζω (Α κοκκίζω) [κόκκος]νεοελλ.πασπαλίζω ζάχαρη ή κανέλα ή τρίμματα από αμύγδαλα πάνω σε φαγητό ή σε γλύκισμααρχ.αφαιρώ τον πυρήνα καρπού, βγάζω το κουκούτσι («κοκκιεῑς ῥόαν», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
ξεκουκιάζω — (σχετικά με φυτά) βγάζω τα σπέρματα από τον καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κοκκίζω (αόρ. εξ εκόκκισα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος και κώφωση τού ο σε ου , κατά τα ρ. σε –ιάζω (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek